- σειρώνω
- σειρῶ, -όω, ΝΑστραγγίζω, σουρώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σείρωμα — το, Ν [σειρώνω] το σούρωμα … Dictionary of Greek
σειρωτήρι — το, Ν το σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρώνω + επίθημα τήρι (βλ. και λ. σουρωτήρι)] … Dictionary of Greek
σειρώ — (I) όω, Α [σειρά] κατασκευάζω ρούχο με παρυφή. (II) όω, Α βλ. σειρώνω. (III) όω, Α [Σείριος] σειρεῶ* … Dictionary of Greek